- ἀλφηστής
- ἀλφηστήςearnersmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek
ἀλφησταῖς — ἀλφηστής earners masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφησταῖσιν — ἀλφηστής earners masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφησταί — ἀλφηστής earners masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστᾶν — ἀλφηστής earners masc gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστῇσι — ἀλφηστής earners masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστῇσιν — ἀλφηστής earners masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστήν — ἀλφηστής earners masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστῶν — ἀλφηστής earners masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφηστικός — ἀλφηστικός, ο (Α) [ἀλφηστής] 1. ο αλφηστής 2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες) … Dictionary of Greek